- λεπτύνσεως
- λεπτύνσεω̆ς , λέπτυνσιςattenuationfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σταφύλωμα — το, Ν ιατρ. 1. πρόπτωση τών χιτώνων τού οφθαλμού λόγω λεπτύνσεώς τους 2. φρ. α) «πρόσθιο σταφύλωμα» σταφύλωμα που άλλοτε αποτελεί απλή κήλη τού κερατοειδούς και παραμένει διαφανής και άλλοτε ουλώδη υπόλευκη μάζα και συμφύεται με την ίριδα β)… … Dictionary of Greek